προαλιώτης

προαλιώτης
δωρ. τ. προαλιώτας, ό, Α
ο πρόεδρος τής αλίας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἁλία «συνέλευση λαού σε δωρ. πολιτείες» + κατάλ. -ώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”